From Byzantine Greek Χαράλαμπος (Kharálampos), equivalent to χαρά (chará, “joy”) + λάμπω (lámpo, “to shine”).
Χαράλαμπος • (Charálampos) m (usually uncountable, plural Χαράλαμποι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Χαράλαμπος (Charálampos) | Χαράλαμποι (Charálampoi) |
genitive | Χαράλαμπου (Charálampou) Χαραλάμπους (Charalámpous) |
Χαραλάμπων (Charalámpon) Χαράλαμπων (Charálampon) |
accusative | Χαράλαμπο (Charálampo) | Χαραλάμπους (Charalámpous) Χαράλαμπους (Charálampous) |
vocative | Χαράλαμπε (Charálampe) | Χαράλαμποι (Charálampoi) |
The paroxytone forms are formal.