From ά- (á-, “un-”) + βάφω (váfo, “to paint”).
άβαφος • (ávafos) m (feminine άβαφη, neuter άβαφο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άβαφος • | άβαφη • | άβαφο • | άβαφοι • | άβαφες • | άβαφα • |
genitive | άβαφου • | άβαφης • | άβαφου • | άβαφων • | άβαφων • | άβαφων • |
accusative | άβαφο • | άβαφη • | άβαφο • | άβαφους • | άβαφες • | άβαφα • |
vocative | άβαφε • | άβαφη • | άβαφο • | άβαφοι • | άβαφες • | άβαφα • |