άβιος • (ávios) m (feminine άβιος or άβια, neuter άβιο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άβιος (ávios) | άβιος (ávios) άβια (ávia) |
άβιο (ávio) | άβιοι (ávioi) | άβιοι (ávioi) άβιες (ávies) |
άβια (ávia) | |
genitive | άβιου (áviou) | άβιου (áviou) άβιας (ávias) |
άβιου (áviou) | άβιων (ávion) | άβιων (ávion) | άβιων (ávion) | |
accusative | άβιο (ávio) | άβιο (ávio) άβια (ávia) |
άβιο (ávio) | άβιους (ávious) | άβιους (ávious) άβιες (ávies) |
άβια (ávia) | |
vocative | άβιε (ávie) | άβιε (ávie) άβια (ávia) |
άβιο (ávio) | άβιοι (ávioi) | άβιοι (ávioi) άβιες (ávies) |
άβια (ávia) |