άδυτος • (ádytos) m (feminine άδυτη, neuter άδυτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άδυτος (ádytos) | άδυτη (ádyti) | άδυτο (ádyto) | άδυτοι (ádytoi) | άδυτες (ádytes) | άδυτα (ádyta) | |
genitive | άδυτου (ádytou) | άδυτης (ádytis) | άδυτου (ádytou) | άδυτων (ádyton) | άδυτων (ádyton) | άδυτων (ádyton) | |
accusative | άδυτο (ádyto) | άδυτη (ádyti) | άδυτο (ádyto) | άδυτους (ádytous) | άδυτες (ádytes) | άδυτα (ádyta) | |
vocative | άδυτε (ádyte) | άδυτη (ádyti) | άδυτο (ádyto) | άδυτοι (ádytoi) | άδυτες (ádytes) | άδυτα (ádyta) |