άκλειστος • (ákleistos) m (feminine άκλειστη, neuter άκλειστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άκλειστος (ákleistos) | άκλειστη (ákleisti) | άκλειστο (ákleisto) | άκλειστοι (ákleistoi) | άκλειστες (ákleistes) | άκλειστα (ákleista) | |
genitive | άκλειστου (ákleistou) | άκλειστης (ákleistis) | άκλειστου (ákleistou) | άκλειστων (ákleiston) | άκλειστων (ákleiston) | άκλειστων (ákleiston) | |
accusative | άκλειστο (ákleisto) | άκλειστη (ákleisti) | άκλειστο (ákleisto) | άκλειστους (ákleistous) | άκλειστες (ákleistes) | άκλειστα (ákleista) | |
vocative | άκλειστε (ákleiste) | άκλειστη (ákleisti) | άκλειστο (ákleisto) | άκλειστοι (ákleistoi) | άκλειστες (ákleistes) | άκλειστα (ákleista) |