άληκτος • (áliktos) m (feminine άληκτη, neuter άληκτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άληκτος (áliktos) | άληκτη (álikti) | άληκτο (álikto) | άληκτοι (áliktoi) | άληκτες (áliktes) | άληκτα (álikta) | |
genitive | άληκτου (áliktou) | άληκτης (áliktis) | άληκτου (áliktou) | άληκτων (álikton) | άληκτων (álikton) | άληκτων (álikton) | |
accusative | άληκτο (álikto) | άληκτη (álikti) | άληκτο (álikto) | άληκτους (áliktous) | άληκτες (áliktes) | άληκτα (álikta) | |
vocative | άληκτε (álikte) | άληκτη (álikti) | άληκτο (álikto) | άληκτοι (áliktoi) | άληκτες (áliktes) | άληκτα (álikta) |