See also: ἄλλοι άλλοι • (álloi) nominative/vocative masculine plural of άλλος (állos) (others) κ.ά. (k.á., “et al.”) και άλλοι (kai álloi, “and others”)...
See also: άλλοι IPA(key): /ál.loi̯/ → /ˈal.ly/ → /ˈa.li/ (5th BCE Attic) IPA(key): /ál.loi̯/ (1st CE Egyptian) IPA(key): /ˈal.ly/ (4th CE Koine) IPA(key):...
(neuter): και άλλα (kai álla, “and others”) (masculine or feminine): και άλλοι (kai álloi, “and others”) κ.ά. • (k.á.) et al. compare with: κ.α. (k.a....
o.k.) κ.τ.ό. (k.t.ó.) και ακόλουθα (kai akóloutha, “and following”) και άλλοι (kai álloi), και άλλα (kai álla, “and others”) και αλλού (kai alloú, “and...
give head, suck off (to fellate the penis) Το φετίχ του ήταν να βλέπουν άλλοι όταν τον πίπωναν. To fetích tou ítan na vlépoun álloi ótan ton píponan....
world”) κ.ά. (k.á., “et al.”) και άλλα n or pl (kai álla, “and others”) και άλλοι m or f or pl (kai álloi, “and others”) αλλιώς (alliós) see: αλλαγή f (allagí...
“et al.”), και άλλα (kai álla, “and others”) κ.ά. (k.á., “et al.”), και άλλοι (kai álloi, “and others”) κ.α. (k.a.), και αλλού (kai alloú, “and elsewhere”)...
Δούκα (Eirini Douka) Το μυστήριο που αναζητώ αυτό που ψάχνουν κι όλοι οι άλλοι είναι εδώ και είν’ αληθινό είναι μια αγάπη πιο μεγάλη To mystírio pou anazitó...
Galician: outros m pl German: andere (de) m pl, Andere (de) m pl Greek: άλλοι (álloi) Hungarian: mások (hu) Irish: an mhuintir eile Khmer: ឯទៀត (ae tiət)...
aeropláno éftase stis tésseris. ― The plane arrived at four. Φτάσαν οι άλλοι. ― Ftásan oi álloi. ― The others have arrived. to come, be imminent, draw...