άλπειος • (álpeios) m (feminine άλπεια, neuter άλπειο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άλπειος (álpeios) | άλπεια (álpeia) | άλπειο (álpeio) | άλπειοι (álpeioi) | άλπειες (álpeies) | άλπεια (álpeia) | |
genitive | άλπειου (álpeiou) | άλπειας (álpeias) | άλπειου (álpeiou) | άλπειων (álpeion) | άλπειων (álpeion) | άλπειων (álpeion) | |
accusative | άλπειο (álpeio) | άλπεια (álpeia) | άλπειο (álpeio) | άλπειους (álpeious) | άλπειες (álpeies) | άλπεια (álpeia) | |
vocative | άλπειε (álpeie) | άλπεια (álpeia) | άλπειο (álpeio) | άλπειοι (álpeioi) | άλπειες (álpeies) | άλπεια (álpeia) |