From Ancient Greek ἄμεμπτος (ámemptos).
άμεμπτος • (ámemptos) m (feminine άμεμπτη, neuter άμεμπτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άμεμπτος • | άμεμπτη • | άμεμπτο • | άμεμπτοι • | άμεμπτες • | άμεμπτα • |
genitive | άμεμπτου • | άμεμπτης • | άμεμπτου • | άμεμπτων • | άμεμπτων • | άμεμπτων • |
accusative | άμεμπτο • | άμεμπτη • | άμεμπτο • | άμεμπτους • | άμεμπτες • | άμεμπτα • |
vocative | άμεμπτε • | άμεμπτη • | άμεμπτο • | άμεμπτοι • | άμεμπτες • | άμεμπτα • |