άνανθος • (ánanthos) m (feminine άνανθη, neuter άνανθο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άνανθος (ánanthos) | άνανθη (ánanthi) | άνανθο (ánantho) | άνανθοι (ánanthoi) | άνανθες (ánanthes) | άνανθα (ánantha) | |
genitive | άνανθου (ánanthou) | άνανθης (ánanthis) | άνανθου (ánanthou) | άνανθων (ánanthon) | άνανθων (ánanthon) | άνανθων (ánanthon) | |
accusative | άνανθο (ánantho) | άνανθη (ánanthi) | άνανθο (ánantho) | άνανθους (ánanthous) | άνανθες (ánanthes) | άνανθα (ánantha) | |
vocative | άνανθε (ánanthe) | άνανθη (ánanthi) | άνανθο (ánantho) | άνανθοι (ánanthoi) | άνανθες (ánanthes) | άνανθα (ánantha) |