άνθινος • (ánthinos) m (feminine άνθινη, neuter άνθινος)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άνθινος (ánthinos) | άνθινη (ánthini) | άνθινο (ánthino) | άνθινοι (ánthinoi) | άνθινες (ánthines) | άνθινα (ánthina) | |
genitive | άνθινου (ánthinou) | άνθινης (ánthinis) | άνθινου (ánthinou) | άνθινων (ánthinon) | άνθινων (ánthinon) | άνθινων (ánthinon) | |
accusative | άνθινο (ánthino) | άνθινη (ánthini) | άνθινο (ánthino) | άνθινους (ánthinous) | άνθινες (ánthines) | άνθινα (ánthina) | |
vocative | άνθινε (ánthine) | άνθινη (ánthini) | άνθινο (ánthino) | άνθινοι (ánthinoi) | άνθινες (ánthines) | άνθινα (ánthina) |