From Ancient Greek ἄπειρος (ápeiros), from ἀ- (a-, “opposite”) + πεῖρα (peîra, “trial, experiment”).
άπειρος • (ápeiros) m (feminine άπειρη, neuter άπειρο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άπειρος • | άπειρη • | άπειρο • | άπειροι • | άπειρες • | άπειρα • |
genitive | άπειρου • | άπειρης • | άπειρου • | άπειρων • | άπειρων • | άπειρων • |
accusative | άπειρο • | άπειρη • | άπειρο • | άπειρους • | άπειρες • | άπειρα • |
vocative | άπειρε • | άπειρη • | άπειρο • | άπειροι • | άπειρες • | άπειρα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άπειρος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άπειρος, etc.) |
From Ancient Greek ἄπειρος (ápeiros), from ἀ- (a-, “without”) + πέρας (péras, “end”).
άπειρος • (ápeiros) m (feminine άπειρη, neuter άπειρο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άπειρος • | άπειρη • | άπειρο • | άπειροι • | άπειρες • | άπειρα • |
genitive | άπειρου • | άπειρης • | άπειρου • | άπειρων • | άπειρων • | άπειρων • |
accusative | άπειρο • | άπειρη • | άπειρο • | άπειρους • | άπειρες • | άπειρα • |
vocative | άπειρε • | άπειρη • | άπειρο • | άπειροι • | άπειρες • | άπειρα • |