άπιαστος • (ápiastos) m (feminine άπιαστη, neuter άπιαστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άπιαστος (ápiastos) | άπιαστη (ápiasti) | άπιαστο (ápiasto) | άπιαστοι (ápiastoi) | άπιαστες (ápiastes) | άπιαστα (ápiasta) | |
genitive | άπιαστου (ápiastou) | άπιαστης (ápiastis) | άπιαστου (ápiastou) | άπιαστων (ápiaston) | άπιαστων (ápiaston) | άπιαστων (ápiaston) | |
accusative | άπιαστο (ápiasto) | άπιαστη (ápiasti) | άπιαστο (ápiasto) | άπιαστους (ápiastous) | άπιαστες (ápiastes) | άπιαστα (ápiasta) | |
vocative | άπιαστε (ápiaste) | άπιαστη (ápiasti) | άπιαστο (ápiasto) | άπιαστοι (ápiastoi) | άπιαστες (ápiastes) | άπιαστα (ápiasta) |