άπλαστος • (áplastos) m (feminine άπλαστη, neuter άπλαστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άπλαστος (áplastos) | άπλαστη (áplasti) | άπλαστο (áplasto) | άπλαστοι (áplastoi) | άπλαστες (áplastes) | άπλαστα (áplasta) | |
genitive | άπλαστου (áplastou) | άπλαστης (áplastis) | άπλαστου (áplastou) | άπλαστων (áplaston) | άπλαστων (áplaston) | άπλαστων (áplaston) | |
accusative | άπλαστο (áplasto) | άπλαστη (áplasti) | άπλαστο (áplasto) | άπλαστους (áplastous) | άπλαστες (áplastes) | άπλαστα (áplasta) | |
vocative | άπλαστε (áplaste) | άπλαστη (áplasti) | άπλαστο (áplasto) | άπλαστοι (áplastoi) | άπλαστες (áplastes) | άπλαστα (áplasta) |