Learned borrowing from Ancient Greek ἄπνους (ápnous), contracted form of ἄπνοος (ápnoos) -modern άπνοος (ápnoos). By surface analysis, ά- (á-, alpha privative) + -πνους (-pnous, “of breath”) for which see -πνοος (-pnoos), πνοή (pnoḗ) and πνέω (pnéō).
άπνους • (ápnous) m (feminine άπνους, neuter άπνουν)
Non-standard modern declension. See the ancient ἄπνους (ápnous)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άπνους • | άπνους • | άπνουν • | άπνοες • | άπνοες • | άπνοα • |
genitive | άπνου • | άπνου • | άπνου • | απνόων • | απνόων • | απνόων • |
accusative | άπνου • | άπνου • | άπνουν • | άπνοες • | άπνοες • | άπνοα • |
vocative | άπνους • | άπνους • | άπνουν • | άπνοες • | άπνοες • | άπνοα • |