From Ancient Greek ἄπρακτος (ápraktos)
άπρακτος • (ápraktos) m (feminine άπρακτη, neuter άπρακτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άπρακτος (ápraktos) | άπρακτη (áprakti) | άπρακτο (áprakto) | άπρακτοι (ápraktoi) | άπρακτες (ápraktes) | άπρακτα (áprakta) | |
genitive | άπρακτου (ápraktou) | άπρακτης (ápraktis) | άπρακτου (ápraktou) | άπρακτων (áprakton) | άπρακτων (áprakton) | άπρακτων (áprakton) | |
accusative | άπρακτο (áprakto) | άπρακτη (áprakti) | άπρακτο (áprakto) | άπρακτους (ápraktous) | άπρακτες (ápraktes) | άπρακτα (áprakta) | |
vocative | άπρακτε (áprakte) | άπρακτη (áprakti) | άπρακτο (áprakto) | άπρακτοι (ápraktoi) | άπρακτες (ápraktes) | άπρακτα (áprakta) |