άπτωτος • (áptotos) m (feminine άπτωτη, neuter άπτωτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άπτωτος (áptotos) | άπτωτη (áptoti) | άπτωτο (áptoto) | άπτωτοι (áptotoi) | άπτωτες (áptotes) | άπτωτα (áptota) | |
genitive | άπτωτου (áptotou) | άπτωτης (áptotis) | άπτωτου (áptotou) | άπτωτων (áptoton) | άπτωτων (áptoton) | άπτωτων (áptoton) | |
accusative | άπτωτο (áptoto) | άπτωτη (áptoti) | άπτωτο (áptoto) | άπτωτους (áptotous) | άπτωτες (áptotes) | άπτωτα (áptota) | |
vocative | άπτωτε (áptote) | άπτωτη (áptoti) | άπτωτο (áptoto) | άπτωτοι (áptotoi) | άπτωτες (áptotes) | άπτωτα (áptota) |