From αράχνη f (aráchni, “spider”).
άραχλος • (árachlos) m (feminine άραχλη, neuter άραχλο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άραχλος (árachlos) | άραχλη (árachli) | άραχλο (árachlo) | άραχλοι (árachloi) | άραχλες (árachles) | άραχλα (árachla) | |
genitive | άραχλου (árachlou) | άραχλης (árachlis) | άραχλου (árachlou) | άραχλων (árachlon) | άραχλων (árachlon) | άραχλων (árachlon) | |
accusative | άραχλο (árachlo) | άραχλη (árachli) | άραχλο (árachlo) | άραχλους (árachlous) | άραχλες (árachles) | άραχλα (árachla) | |
vocative | άραχλε (árachle) | άραχλη (árachli) | άραχλο (árachlo) | άραχλοι (árachloi) | άραχλες (árachles) | άραχλα (árachla) |