άσειστος • (áseistos) m (feminine άσειστη, neuter άσειστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άσειστος (áseistos) | άσειστη (áseisti) | άσειστο (áseisto) | άσειστοι (áseistoi) | άσειστες (áseistes) | άσειστα (áseista) | |
genitive | άσειστου (áseistou) | άσειστης (áseistis) | άσειστου (áseistou) | άσειστων (áseiston) | άσειστων (áseiston) | άσειστων (áseiston) | |
accusative | άσειστο (áseisto) | άσειστη (áseisti) | άσειστο (áseisto) | άσειστους (áseistous) | άσειστες (áseistes) | άσειστα (áseista) | |
vocative | άσειστε (áseiste) | άσειστη (áseisti) | άσειστο (áseisto) | άσειστοι (áseistoi) | άσειστες (áseistes) | άσειστα (áseista) |