άσειστος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word άσειστος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word άσειστος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say άσειστος in singular and plural. Everything you need to know about the word άσειστος you have here. The definition of the word άσειστος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofάσειστος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

άσειστος (áseistosm (feminine άσειστη, neuter άσειστο)

  1. immoveable, unshakeable

Declension

Declension of άσειστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άσειστος (áseistos) άσειστη (áseisti) άσειστο (áseisto) άσειστοι (áseistoi) άσειστες (áseistes) άσειστα (áseista)
genitive άσειστου (áseistou) άσειστης (áseistis) άσειστου (áseistou) άσειστων (áseiston) άσειστων (áseiston) άσειστων (áseiston)
accusative άσειστο (áseisto) άσειστη (áseisti) άσειστο (áseisto) άσειστους (áseistous) άσειστες (áseistes) άσειστα (áseista)
vocative άσειστε (áseiste) άσειστη (áseisti) άσειστο (áseisto) άσειστοι (áseistoi) άσειστες (áseistes) άσειστα (áseista)

Further reading