άσπαστος • (áspastos) m (feminine άσπαστη, neuter άσπαστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άσπαστος • | άσπαστη • | άσπαστο • | άσπαστοι • | άσπαστες • | άσπαστα • |
genitive | άσπαστου • | άσπαστης • | άσπαστου • | άσπαστων • | άσπαστων • | άσπαστων • |
accusative | άσπαστο • | άσπαστη • | άσπαστο • | άσπαστους • | άσπαστες • | άσπαστα • |
vocative | άσπαστε • | άσπαστη • | άσπαστο • | άσπαστοι • | άσπαστες • | άσπαστα • |