From ά- (á-, “un-”, privative alpha) + σφαίρα (sfaíra, “bullet”). Attested since 1887 in Katharevousa as ἄσφαιρος (ásphairos).[1]
άσφαιρος • (ásfairos) m (feminine άσφαιρη, neuter άσφαιρο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άσφαιρος (ásfairos) | άσφαιρη (ásfairi) | άσφαιρο (ásfairo) | άσφαιροι (ásfairoi) | άσφαιρες (ásfaires) | άσφαιρα (ásfaira) | |
genitive | άσφαιρου (ásfairou) | άσφαιρης (ásfairis) | άσφαιρου (ásfairou) | άσφαιρων (ásfairon) | άσφαιρων (ásfairon) | άσφαιρων (ásfairon) | |
accusative | άσφαιρο (ásfairo) | άσφαιρη (ásfairi) | άσφαιρο (ásfairo) | άσφαιρους (ásfairous) | άσφαιρες (ásfaires) | άσφαιρα (ásfaira) | |
vocative | άσφαιρε (ásfaire) | άσφαιρη (ásfairi) | άσφαιρο (ásfairo) | άσφαιροι (ásfairoi) | άσφαιρες (ásfaires) | άσφαιρα (ásfaira) |