Learned borrowing from Ancient Greek ἄτεγκτος (átenktos, “not to be softened by water; hard-hearted”) for which see τέγγω (téngō, “moisten, soften”).
άτεγκτος • (átegktos) m (feminine άτεγκτη, neuter άτεγκτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άτεγκτος • | άτεγκτη • | άτεγκτο • | άτεγκτοι • | άτεγκτες • | άτεγκτα • |
genitive | άτεγκτου • | άτεγκτης • | άτεγκτου • | άτεγκτων • | άτεγκτων • | άτεγκτων • |
accusative | άτεγκτο • | άτεγκτη • | άτεγκτο • | άτεγκτους • | άτεγκτες • | άτεγκτα • |
vocative | άτεγκτε • | άτεγκτη • | άτεγκτο • | άτεγκτοι • | άτεγκτες • | άτεγκτα • |