άτεκνος • (áteknos) m (feminine άτεκνη, neuter άτεκνο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άτεκνος • | άτεκνη • | άτεκνο • | άτεκνοι • | άτεκνες • | άτεκνα • |
genitive | άτεκνου • | άτεκνης • | άτεκνου • | άτεκνων • | άτεκνων • | άτεκνων • |
accusative | άτεκνο • | άτεκνη • | άτεκνο • | άτεκνους • | άτεκνες • | άτεκνα • |
vocative | άτεκνε • | άτεκνη • | άτεκνο • | άτεκνοι • | άτεκνες • | άτεκνα • |