άτριχος • (átrichos) m (feminine άτριχη, neuter άτριχο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άτριχος • | άτριχη • | άτριχο • | άτριχοι • | άτριχες • | άτριχα • |
genitive | άτριχου • | άτριχης • | άτριχου • | άτριχων • | άτριχων • | άτριχων • |
accusative | άτριχο • | άτριχη • | άτριχο • | άτριχους • | άτριχες • | άτριχα • |
vocative | άτριχε • | άτριχη • | άτριχο • | άτριχοι • | άτριχες • | άτριχα • |