άφθονος • (áfthonos) m (feminine άφθονη, neuter άφθονο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άφθονος • | άφθονη • | άφθονο • | άφθονοι • | άφθονες • | άφθονα • |
genitive | άφθονου • | άφθονης • | άφθονου • | άφθονων • | άφθονων • | άφθονων • |
accusative | άφθονο • | άφθονη • | άφθονο • | άφθονους • | άφθονες • | άφθονα • |
vocative | άφθονε • | άφθονη • | άφθονο • | άφθονοι • | άφθονες • | άφθονα • |