έκτοπος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word έκτοπος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word έκτοπος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say έκτοπος in singular and plural. Everything you need to know about the word έκτοπος you have here. The definition of the word έκτοπος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofέκτοπος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /ˈe.kto.pos/
  • Hyphenation: έ‧κτο‧πος
  • Old Hyphenation: έκ‧το‧πος

Adjective

έκτοπος (éktoposm (feminine έκτοπη or έκτοπος, neuter έκτοπο)

  1. (anatomy, medicine) ectopic, mispositioned

Declension

Declension of έκτοπος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative έκτοπος (éktopos) έκτοπος (éktopos)
έκτοπη (éktopi)
έκτοπο (éktopo) έκτοποι (éktopoi) έκτοποι (éktopoi)
έκτοπες (éktopes)
έκτοπα (éktopa)
genitive εκτόπου (ektópou)
έκτοπου (éktopou)
εκτόπου (ektópou)
έκτοπης (éktopis)
εκτόπου (ektópou)
έκτοπου (éktopou)
εκτόπων (ektópon)
έκτοπων (éktopon)
εκτόπων (ektópon)
έκτοπων (éktopon)
εκτόπων (ektópon)
έκτοπων (éktopon)
accusative έκτοπο (éktopo) έκτοπο (éktopo)
έκτοπη (éktopi)
έκτοπο (éktopo) εκτόπους (ektópous)
έκτοπους (éktopous)
εκτόπους (ektópous)
έκτοπες (éktopes)
έκτοπα (éktopa)
vocative έκτοπε (éktope) έκτοπε (éktope)
έκτοπη (éktopi)
έκτοπο (éktopo) έκτοποι (éktopoi) έκτοποι (éktopoi)
έκτοπες (éktopes)
έκτοπα (éktopa)