ένστολος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ένστολος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ένστολος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ένστολος in singular and plural. Everything you need to know about the word ένστολος you have here. The definition of the word ένστολος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofένστολος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /ˈen.sto.los/
  • Hyphenation: έν‧στο‧λος

Adjective

ένστολος (énstolosm (feminine ένστολη, neuter ένστολο)

  1. in uniform, uniformed

Declension

Declension of ένστολος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ένστολος (énstolos) ένστολη (énstoli) ένστολο (énstolo) ένστολοι (énstoloi) ένστολες (énstoles) ένστολα (énstola)
genitive ένστολου (énstolou) ένστολης (énstolis) ένστολου (énstolou) ένστολων (énstolon) ένστολων (énstolon) ένστολων (énstolon)
accusative ένστολο (énstolo) ένστολη (énstoli) ένστολο (énstolo) ένστολους (énstolous) ένστολες (énstoles) ένστολα (énstola)
vocative ένστολε (énstole) ένστολη (énstoli) ένστολο (énstolo) ένστολοι (énstoloi) ένστολες (énstoles) ένστολα (énstola)

References