ήπιος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ήπιος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ήπιος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ήπιος in singular and plural. Everything you need to know about the word ήπιος you have here. The definition of the word ήπιος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofήπιος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
See also: ἤπιος

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /ˈi.pi.os/
  • Hyphenation: ή‧πι‧ος

Adjective

ήπιος (ípiosm (feminine ήπια, neuter ήπιο)

  1. mild

Declension

Declension of ήπιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ήπιος (ípios) ήπια (ípia) ήπιο (ípio) ήπιοι (ípioi) ήπιες (ípies) ήπια (ípia)
genitive ήπιου (ípiou) ήπιας (ípias) ήπιου (ípiou) ήπιων (ípion) ήπιων (ípion) ήπιων (ípion)
accusative ήπιο (ípio) ήπια (ípia) ήπιο (ípio) ήπιους (ípious) ήπιες (ípies) ήπια (ípia)
vocative ήπιε (ípie) ήπια (ípia) ήπιο (ípio) ήπιοι (ípioi) ήπιες (ípies) ήπια (ípia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ήπιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ήπιος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηπιότερος (ipióteros) ηπιότερη (ipióteri) ηπιότερο (ipiótero) ηπιότεροι (ipióteroi) ηπιότερες (ipióteres) ηπιότερα (ipiótera)
genitive ηπιότερου (ipióterou) ηπιότερης (ipióteris) ηπιότερου (ipióterou) ηπιότερων (ipióteron) ηπιότερων (ipióteron) ηπιότερων (ipióteron)
accusative ηπιότερο (ipiótero) ηπιότερη (ipióteri) ηπιότερο (ipiótero) ηπιότερους (ipióterous) ηπιότερες (ipióteres) ηπιότερα (ipiótera)
vocative ηπιότερε (ipiótere) ηπιότερη (ipióteri) ηπιότερο (ipiótero) ηπιότεροι (ipióteroi) ηπιότερες (ipióteres) ηπιότερα (ipiótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ηπιότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηπιότατος (ipiótatos) ηπιότατη (ipiótati) ηπιότατο (ipiótato) ηπιότατοι (ipiótatoi) ηπιότατες (ipiótates) ηπιότατα (ipiótata)
genitive ηπιότατου (ipiótatou) ηπιότατης (ipiótatis) ηπιότατου (ipiótatou) ηπιότατων (ipiótaton) ηπιότατων (ipiótaton) ηπιότατων (ipiótaton)
accusative ηπιότατο (ipiótato) ηπιότατη (ipiótati) ηπιότατο (ipiótato) ηπιότατους (ipiótatous) ηπιότατες (ipiótates) ηπιότατα (ipiótata)
vocative ηπιότατε (ipiótate) ηπιότατη (ipiótati) ηπιότατο (ipiótato) ηπιότατοι (ipiótatoi) ηπιότατες (ipiótates) ηπιότατα (ipiótata)

Synonyms