From α- (a-, “un-”) + βάσιμος (vásimos, “sound, reliable”).
αβάσιμος • (avásimos) m (feminine αβάσιμη, neuter αβάσιμο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αβάσιμος • | αβάσιμη • | αβάσιμο • | αβάσιμοι • | αβάσιμες • | αβάσιμα • |
genitive | αβάσιμου • | αβάσιμης • | αβάσιμου • | αβάσιμων • | αβάσιμων • | αβάσιμων • |
accusative | αβάσιμο • | αβάσιμη • | αβάσιμο • | αβάσιμους • | αβάσιμες • | αβάσιμα • |
vocative | αβάσιμε • | αβάσιμη • | αβάσιμο • | αβάσιμοι • | αβάσιμες • | αβάσιμα • |