From α- (a-, “not, un-”) + γεμιστός (gemistós, “stuffed”).
αγέμιστος • (agémistos) m (feminine αγέμιστη, neuter αγέμιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αγέμιστος (agémistos) | αγέμιστη (agémisti) | αγέμιστο (agémisto) | αγέμιστοι (agémistoi) | αγέμιστες (agémistes) | αγέμιστα (agémista) | |
genitive | αγέμιστου (agémistou) | αγέμιστης (agémistis) | αγέμιστου (agémistou) | αγέμιστων (agémiston) | αγέμιστων (agémiston) | αγέμιστων (agémiston) | |
accusative | αγέμιστο (agémisto) | αγέμιστη (agémisti) | αγέμιστο (agémisto) | αγέμιστους (agémistous) | αγέμιστες (agémistes) | αγέμιστα (agémista) | |
vocative | αγέμιστε (agémiste) | αγέμιστη (agémisti) | αγέμιστο (agémisto) | αγέμιστοι (agémistoi) | αγέμιστες (agémistes) | αγέμιστα (agémista) |