From Ancient Greek ἀγαθοεργός (agathoergós), from ἀγαθός (agathós, “noble, benevolent, good”) + ἔργον (érgon, “work”) + -ός (-ós).
αγαθοεργός • (agathoergós) m (feminine αγαθοεργός, neuter αγαθοεργό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγαθοεργός • | αγαθοεργός • | αγαθοεργό • | αγαθοεργοί • | αγαθοεργοί • | αγαθοεργά • |
genitive | αγαθοεργού • | αγαθοεργού • | αγαθοεργού • | αγαθοεργών • | αγαθοεργών • | αγαθοεργών • |
accusative | αγαθοεργό • | αγαθοεργό • | αγαθοεργό • | αγαθοεργούς • | αγαθοεργούς • | αγαθοεργά • |
vocative | αγαθοεργέ • | αγαθοεργέ • | αγαθοεργό • | αγαθοεργοί • | αγαθοεργοί • | αγαθοεργά • |