αγγειοδιασταλτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αγγειοδιασταλτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αγγειοδιασταλτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αγγειοδιασταλτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αγγειοδιασταλτικός you have here. The definition of the word αγγειοδιασταλτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαγγειοδιασταλτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αγγειοδιασταλτικός (angeiodiastaltikósm (feminine αγγειοδιασταλτική, neuter αγγειοδιασταλτικό)

  1. (medicine) vasodilatory, vasodilating

Declension

Declension of αγγειοδιασταλτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγγειοδιασταλτικός (angeiodiastaltikós) αγγειοδιασταλτική (angeiodiastaltikí) αγγειοδιασταλτικό (angeiodiastaltikó) αγγειοδιασταλτικοί (angeiodiastaltikoí) αγγειοδιασταλτικές (angeiodiastaltikés) αγγειοδιασταλτικά (angeiodiastaltiká)
genitive αγγειοδιασταλτικού (angeiodiastaltikoú) αγγειοδιασταλτικής (angeiodiastaltikís) αγγειοδιασταλτικού (angeiodiastaltikoú) αγγειοδιασταλτικών (angeiodiastaltikón) αγγειοδιασταλτικών (angeiodiastaltikón) αγγειοδιασταλτικών (angeiodiastaltikón)
accusative αγγειοδιασταλτικό (angeiodiastaltikó) αγγειοδιασταλτική (angeiodiastaltikí) αγγειοδιασταλτικό (angeiodiastaltikó) αγγειοδιασταλτικούς (angeiodiastaltikoús) αγγειοδιασταλτικές (angeiodiastaltikés) αγγειοδιασταλτικά (angeiodiastaltiká)
vocative αγγειοδιασταλτικέ (angeiodiastaltiké) αγγειοδιασταλτική (angeiodiastaltikí) αγγειοδιασταλτικό (angeiodiastaltikó) αγγειοδιασταλτικοί (angeiodiastaltikoí) αγγειοδιασταλτικές (angeiodiastaltikés) αγγειοδιασταλτικά (angeiodiastaltiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγγειοδιασταλτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγγειοδιασταλτικός, etc.)

Antonyms