αγγειοδιασταλτικός • (angeiodiastaltikós) m (feminine αγγειοδιασταλτική, neuter αγγειοδιασταλτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αγγειοδιασταλτικός (angeiodiastaltikós) | αγγειοδιασταλτική (angeiodiastaltikí) | αγγειοδιασταλτικό (angeiodiastaltikó) | αγγειοδιασταλτικοί (angeiodiastaltikoí) | αγγειοδιασταλτικές (angeiodiastaltikés) | αγγειοδιασταλτικά (angeiodiastaltiká) | |
genitive | αγγειοδιασταλτικού (angeiodiastaltikoú) | αγγειοδιασταλτικής (angeiodiastaltikís) | αγγειοδιασταλτικού (angeiodiastaltikoú) | αγγειοδιασταλτικών (angeiodiastaltikón) | αγγειοδιασταλτικών (angeiodiastaltikón) | αγγειοδιασταλτικών (angeiodiastaltikón) | |
accusative | αγγειοδιασταλτικό (angeiodiastaltikó) | αγγειοδιασταλτική (angeiodiastaltikí) | αγγειοδιασταλτικό (angeiodiastaltikó) | αγγειοδιασταλτικούς (angeiodiastaltikoús) | αγγειοδιασταλτικές (angeiodiastaltikés) | αγγειοδιασταλτικά (angeiodiastaltiká) | |
vocative | αγγειοδιασταλτικέ (angeiodiastaltiké) | αγγειοδιασταλτική (angeiodiastaltikí) | αγγειοδιασταλτικό (angeiodiastaltikó) | αγγειοδιασταλτικοί (angeiodiastaltikoí) | αγγειοδιασταλτικές (angeiodiastaltikés) | αγγειοδιασταλτικά (angeiodiastaltiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγγειοδιασταλτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγγειοδιασταλτικός, etc.)