αγγειολογικός • (angeiologikós) m (feminine αγγειολογική, neuter αγγειολογικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγειολογικός • | αγγειολογική • | αγγειολογικό • | αγγειολογικοί • | αγγειολογικές • | αγγειολογικά • |
genitive | αγγειολογικού • | αγγειολογικής • | αγγειολογικού • | αγγειολογικών • | αγγειολογικών • | αγγειολογικών • |
accusative | αγγειολογικό • | αγγειολογική • | αγγειολογικό • | αγγειολογικούς • | αγγειολογικές • | αγγειολογικά • |
vocative | αγγειολογικέ • | αγγειολογική • | αγγειολογικό • | αγγειολογικοί • | αγγειολογικές • | αγγειολογικά • |