αγγειοχειρουργικός • (angeiocheirourgikós) m (feminine αγγειοχειρουργική, neuter αγγειοχειρουργικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αγγειοχειρουργικός (angeiocheirourgikós) | αγγειοχειρουργική (angeiocheirourgikí) | αγγειοχειρουργικό (angeiocheirourgikó) | αγγειοχειρουργικοί (angeiocheirourgikoí) | αγγειοχειρουργικές (angeiocheirourgikés) | αγγειοχειρουργικά (angeiocheirourgiká) | |
genitive | αγγειοχειρουργικού (angeiocheirourgikoú) | αγγειοχειρουργικής (angeiocheirourgikís) | αγγειοχειρουργικού (angeiocheirourgikoú) | αγγειοχειρουργικών (angeiocheirourgikón) | αγγειοχειρουργικών (angeiocheirourgikón) | αγγειοχειρουργικών (angeiocheirourgikón) | |
accusative | αγγειοχειρουργικό (angeiocheirourgikó) | αγγειοχειρουργική (angeiocheirourgikí) | αγγειοχειρουργικό (angeiocheirourgikó) | αγγειοχειρουργικούς (angeiocheirourgikoús) | αγγειοχειρουργικές (angeiocheirourgikés) | αγγειοχειρουργικά (angeiocheirourgiká) | |
vocative | αγγειοχειρουργικέ (angeiocheirourgiké) | αγγειοχειρουργική (angeiocheirourgikí) | αγγειοχειρουργικό (angeiocheirourgikó) | αγγειοχειρουργικοί (angeiocheirourgikoí) | αγγειοχειρουργικές (angeiocheirourgikés) | αγγειοχειρουργικά (angeiocheirourgiká) |