αγγλονορμανδικός • (anglonormandikós) m (feminine αγγλονορμανδική, neuter αγγλονορμανδικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αγγλονορμανδικός (anglonormandikós) | αγγλονορμανδική (anglonormandikí) | αγγλονορμανδικό (anglonormandikó) | αγγλονορμανδικοί (anglonormandikoí) | αγγλονορμανδικές (anglonormandikés) | αγγλονορμανδικά (anglonormandiká) | |
genitive | αγγλονορμανδικού (anglonormandikoú) | αγγλονορμανδικής (anglonormandikís) | αγγλονορμανδικού (anglonormandikoú) | αγγλονορμανδικών (anglonormandikón) | αγγλονορμανδικών (anglonormandikón) | αγγλονορμανδικών (anglonormandikón) | |
accusative | αγγλονορμανδικό (anglonormandikó) | αγγλονορμανδική (anglonormandikí) | αγγλονορμανδικό (anglonormandikó) | αγγλονορμανδικούς (anglonormandikoús) | αγγλονορμανδικές (anglonormandikés) | αγγλονορμανδικά (anglonormandiká) | |
vocative | αγγλονορμανδικέ (anglonormandiké) | αγγλονορμανδική (anglonormandikí) | αγγλονορμανδικό (anglonormandikó) | αγγλονορμανδικοί (anglonormandikoí) | αγγλονορμανδικές (anglonormandikés) | αγγλονορμανδικά (anglonormandiká) |