αγγλοσαξωνικός • (anglosaxonikós) m (feminine αγγλοσαξωνική, neuter αγγλοσαξωνικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αγγλοσαξωνικός (anglosaxonikós) | αγγλοσαξωνική (anglosaxonikí) | αγγλοσαξωνικό (anglosaxonikó) | αγγλοσαξωνικοί (anglosaxonikoí) | αγγλοσαξωνικές (anglosaxonikés) | αγγλοσαξωνικά (anglosaxoniká) | |
genitive | αγγλοσαξωνικού (anglosaxonikoú) | αγγλοσαξωνικής (anglosaxonikís) | αγγλοσαξωνικού (anglosaxonikoú) | αγγλοσαξωνικών (anglosaxonikón) | αγγλοσαξωνικών (anglosaxonikón) | αγγλοσαξωνικών (anglosaxonikón) | |
accusative | αγγλοσαξωνικό (anglosaxonikó) | αγγλοσαξωνική (anglosaxonikí) | αγγλοσαξωνικό (anglosaxonikó) | αγγλοσαξωνικούς (anglosaxonikoús) | αγγλοσαξωνικές (anglosaxonikés) | αγγλοσαξωνικά (anglosaxoniká) | |
vocative | αγγλοσαξωνικέ (anglosaxoniké) | αγγλοσαξωνική (anglosaxonikí) | αγγλοσαξωνικό (anglosaxonikó) | αγγλοσαξωνικοί (anglosaxonikoí) | αγγλοσαξωνικές (anglosaxonikés) | αγγλοσαξωνικά (anglosaxoniká) |