Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αγιοποιώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αγιοποιώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αγιοποιώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
αγιοποιώ you have here. The definition of the word
αγιοποιώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αγιοποιώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Byzantine Greek ἁγιοποιῶ (hagiopoiô). By surface analysis, αγιο- (agio-) + -ποιώ (-poió).
Pronunciation
- IPA(key): /a.ʝi.o.pi.ˈo/
- Hyphenation: α‧γι‧ο‧ποι‧ώ
Verb
αγιοποιώ • (agiopoió) (past αγιοποίησα, passive αγιοποιούμαι, p‑past αγιοποιήθηκα, ppp αγιοποιημένος)
- (religion) to canonise (UK), canonize (US)
- to sanctify
Conjugation
αγιοποιώ, αγιοποιούμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αγιοποιώ
|
αγιοποιήσω
|
αγιοποιούμαι
|
αγιοποιηθώ
|
2 sg
|
αγιοποιείς
|
αγιοποιήσεις
|
αγιοποιείσαι
|
αγιοποιηθείς
|
3 sg
|
αγιοποιεί
|
αγιοποιήσει
|
αγιοποιείται
|
αγιοποιηθεί
|
|
1 pl
|
αγιοποιούμε
|
αγιοποιήσουμε, [-ομε]
|
αγιοποιούμαστε, αγιοποιόμαστε
|
αγιοποιηθούμε
|
2 pl
|
αγιοποιείτε
|
αγιοποιήσετε
|
αγιοποιείστε, (αγιοποιόσαστε)
|
αγιοποιηθείτε
|
3 pl
|
αγιοποιούν(ε)
|
αγιοποιήσουν(ε)
|
αγιοποιούνται
|
αγιοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αγιοποιούσα
|
αγιοποίησα
|
αγιοποιούμουν(α), αγιοποιόμουν(α)
|
αγιοποιήθηκα
|
2 sg
|
αγιοποιούσες
|
αγιοποίησες
|
[αγιοποιούσουν(α)], αγιοποιόσουν(α)
|
αγιοποιήθηκες
|
3 sg
|
αγιοποιούσε
|
αγιοποίησε
|
αγιοποιούνταν, αγιοποιόταν(ε), {αγιοποιείτο}
|
αγιοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
αγιοποιούσαμε
|
αγιοποιήσαμε
|
αγιοποιούμασταν, (‑ούμαστε), αγιοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
αγιοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
αγιοποιούσατε
|
αγιοποιήσατε
|
[αγιοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], αγιοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
αγιοποιηθήκατε
|
3 pl
|
αγιοποιούσαν(ε)
|
αγιοποίησαν, αγιοποιήσαν(ε)
|
αγιοποιούνταν, αγιοποιόνταν(ε), (αγιοποιόντουσαν), {αγιοποιούντο}
|
αγιοποιήθηκαν, αγιοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αγιοποιώ ➤
|
θα αγιοποιήσω ➤
|
θα αγιοποιούμαι ➤
|
θα αγιοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αγιοποιείς, …
|
θα αγιοποιήσεις, …
|
θα αγιοποιείσαι, …
|
θα αγιοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αγιοποιήσει έχω, έχεις, … αγιοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αγιοποιηθεί είμαι, είσαι, … αγιοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αγιοποιήσει είχα, είχες, … αγιοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αγιοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … αγιοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αγιοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … αγιοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αγιοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αγιοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
αγιοποίησε
|
—
|
αγιοποιήσου
|
2 pl
|
αγιοποιείτε
|
αγιοποιήστε
|
αγιοποιείστε
|
αγιοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αγιοποιώντας ➤
|
αγιοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αγιοποιήσει ➤
|
αγιοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αγιοποιήσει
|
αγιοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Synonyms
- and see: άγιος m (ágios, “saint”), άγιος (ágios, “holy, saintly”, adjective)
Further reading