Koine Greek Άγιον Όρος (Ágion Óros, “Mount Athos”)
αγιορείτικος • (agioreítikos) m (feminine αγιορείτικη, neuter αγιορείτικο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αγιορείτικος (agioreítikos) | αγιορείτικη (agioreítiki) | αγιορείτικο (agioreítiko) | αγιορείτικοι (agioreítikoi) | αγιορείτικες (agioreítikes) | αγιορείτικα (agioreítika) | |
genitive | αγιορείτικου (agioreítikou) | αγιορείτικης (agioreítikis) | αγιορείτικου (agioreítikou) | αγιορείτικων (agioreítikon) | αγιορείτικων (agioreítikon) | αγιορείτικων (agioreítikon) | |
accusative | αγιορείτικο (agioreítiko) | αγιορείτικη (agioreítiki) | αγιορείτικο (agioreítiko) | αγιορείτικους (agioreítikous) | αγιορείτικες (agioreítikes) | αγιορείτικα (agioreítika) | |
vocative | αγιορείτικε (agioreítike) | αγιορείτικη (agioreítiki) | αγιορείτικο (agioreítiko) | αγιορείτικοι (agioreítikoi) | αγιορείτικες (agioreítikes) | αγιορείτικα (agioreítika) |