Perfect participle of αγκαζάρομαι (agkazáromai), passive voice of αγκαζάρω (“reserve”).
αγκαζαρισμένος • (agkazarisménos) m (feminine αγκαζαρισμένη, neuter αγκαζαρισμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αγκαζαρισμένος (agkazarisménos) | αγκαζαρισμένη (agkazarisméni) | αγκαζαρισμένο (agkazarisméno) | αγκαζαρισμένοι (agkazarisménoi) | αγκαζαρισμένες (agkazarisménes) | αγκαζαρισμένα (agkazarisména) | |
genitive | αγκαζαρισμένου (agkazarisménou) | αγκαζαρισμένης (agkazarisménis) | αγκαζαρισμένου (agkazarisménou) | αγκαζαρισμένων (agkazarisménon) | αγκαζαρισμένων (agkazarisménon) | αγκαζαρισμένων (agkazarisménon) | |
accusative | αγκαζαρισμένο (agkazarisméno) | αγκαζαρισμένη (agkazarisméni) | αγκαζαρισμένο (agkazarisméno) | αγκαζαρισμένους (agkazarisménous) | αγκαζαρισμένες (agkazarisménes) | αγκαζαρισμένα (agkazarisména) | |
vocative | αγκαζαρισμένε (agkazarisméne) | αγκαζαρισμένη (agkazarisméni) | αγκαζαρισμένο (agkazarisméno) | αγκαζαρισμένοι (agkazarisménoi) | αγκαζαρισμένες (agkazarisménes) | αγκαζαρισμένα (agkazarisména) |