αγκολέζικος • (agkolézikos) m (feminine αγκολέζικη, neuter αγκολέζικο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγκολέζικος • | αγκολέζικη • | αγκολέζικο • | αγκολέζικοι • | αγκολέζικες • | αγκολέζικα • |
genitive | αγκολέζικου • | αγκολέζικης • | αγκολέζικου • | αγκολέζικων • | αγκολέζικων • | αγκολέζικων • |
accusative | αγκολέζικο • | αγκολέζικη • | αγκολέζικο • | αγκολέζικους • | αγκολέζικες • | αγκολέζικα • |
vocative | αγκολέζικε • | αγκολέζικη • | αγκολέζικο • | αγκολέζικοι • | αγκολέζικες • | αγκολέζικα • |