αγνωστικός (agnostikós, “agnostic”) + -ίστρια (-ístria, “-ist, -er”), calque of English agnostic.
αγνωστικίστρια • (agnostikístria) f (plural αγνωστικίστριες, masculine αγνωστικιστής or αγνωστικός)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγνωστικίστρια (agnostikístria) | αγνωστικίστριες (agnostikístries) |
genitive | αγνωστικίστριας (agnostikístrias) | αγνωστικιστριών (agnostikistrión) |
accusative | αγνωστικίστρια (agnostikístria) | αγνωστικίστριες (agnostikístries) |
vocative | αγνωστικίστρια (agnostikístria) | αγνωστικίστριες (agnostikístries) |