αγνωστικιστικός • (agnostikistikós) m (feminine αγνωστικιστική, neuter αγνωστικιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αγνωστικιστικός (agnostikistikós) | αγνωστικιστική (agnostikistikí) | αγνωστικιστικό (agnostikistikó) | αγνωστικιστικοί (agnostikistikoí) | αγνωστικιστικές (agnostikistikés) | αγνωστικιστικά (agnostikistiká) | |
genitive | αγνωστικιστικού (agnostikistikoú) | αγνωστικιστικής (agnostikistikís) | αγνωστικιστικού (agnostikistikoú) | αγνωστικιστικών (agnostikistikón) | αγνωστικιστικών (agnostikistikón) | αγνωστικιστικών (agnostikistikón) | |
accusative | αγνωστικιστικό (agnostikistikó) | αγνωστικιστική (agnostikistikí) | αγνωστικιστικό (agnostikistikó) | αγνωστικιστικούς (agnostikistikoús) | αγνωστικιστικές (agnostikistikés) | αγνωστικιστικά (agnostikistiká) | |
vocative | αγνωστικιστικέ (agnostikistiké) | αγνωστικιστική (agnostikistikí) | αγνωστικιστικό (agnostikistikó) | αγνωστικιστικοί (agnostikistikoí) | αγνωστικιστικές (agnostikistikés) | αγνωστικιστικά (agnostikistiká) |