αγνωστικιστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αγνωστικιστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αγνωστικιστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αγνωστικιστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αγνωστικιστικός you have here. The definition of the word αγνωστικιστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαγνωστικιστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αγνωστικιστικός (agnostikistikósm (feminine αγνωστικιστική, neuter αγνωστικιστικό)

  1. agnostic

Declension

Declension of αγνωστικιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγνωστικιστικός (agnostikistikós) αγνωστικιστική (agnostikistikí) αγνωστικιστικό (agnostikistikó) αγνωστικιστικοί (agnostikistikoí) αγνωστικιστικές (agnostikistikés) αγνωστικιστικά (agnostikistiká)
genitive αγνωστικιστικού (agnostikistikoú) αγνωστικιστικής (agnostikistikís) αγνωστικιστικού (agnostikistikoú) αγνωστικιστικών (agnostikistikón) αγνωστικιστικών (agnostikistikón) αγνωστικιστικών (agnostikistikón)
accusative αγνωστικιστικό (agnostikistikó) αγνωστικιστική (agnostikistikí) αγνωστικιστικό (agnostikistikó) αγνωστικιστικούς (agnostikistikoús) αγνωστικιστικές (agnostikistikés) αγνωστικιστικά (agnostikistiká)
vocative αγνωστικιστικέ (agnostikistiké) αγνωστικιστική (agnostikistikí) αγνωστικιστικό (agnostikistikó) αγνωστικιστικοί (agnostikistikoí) αγνωστικιστικές (agnostikistikés) αγνωστικιστικά (agnostikistiká)