from αγορανομία f (agoranomía, “market inspectorate”)
αγορανομικός • (agoranomikós) m (feminine αγορανομική, neuter αγορανομικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αγορανομικός (agoranomikós) | αγορανομική (agoranomikí) | αγορανομικό (agoranomikó) | αγορανομικοί (agoranomikoí) | αγορανομικές (agoranomikés) | αγορανομικά (agoranomiká) | |
genitive | αγορανομικού (agoranomikoú) | αγορανομικής (agoranomikís) | αγορανομικού (agoranomikoú) | αγορανομικών (agoranomikón) | αγορανομικών (agoranomikón) | αγορανομικών (agoranomikón) | |
accusative | αγορανομικό (agoranomikó) | αγορανομική (agoranomikí) | αγορανομικό (agoranomikó) | αγορανομικούς (agoranomikoús) | αγορανομικές (agoranomikés) | αγορανομικά (agoranomiká) | |
vocative | αγορανομικέ (agoranomiké) | αγορανομική (agoranomikí) | αγορανομικό (agoranomikó) | αγορανομικοί (agoranomikoí) | αγορανομικές (agoranomikés) | αγορανομικά (agoranomiká) |