αγριοκοιταγμένος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αγριοκοιταγμένος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αγριοκοιταγμένος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αγριοκοιταγμένος in singular and plural. Everything you need to know about the word αγριοκοιταγμένος you have here. The definition of the word αγριοκοιταγμένος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαγριοκοιταγμένος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Perfect participle of αγριοκοιτάζομαι (agriokoitázomai) and αγριοκοιτιέμαι (agriokoitiémai), passive voices of αγριοκοιτάζω and αγριοκοιτάω / αγριοκοιτώ (agriokoitó, look angily at) respectively. Morphologically, from αγριο- (agrio-, wild) +‎ κοιταγμένος (koitagménos, looked at, participle).

Pronunciation

  • IPA(key): /a.ɣɾi.o.ki.taɣˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧γρι‧ο‧κοι‧ταγ‧μέ‧νος

Participle

αγριοκοιταγμένος (agriokoitagménosm (feminine αγριοκοιταγμένη, neuter αγριοκοιταγμένο)

  1. who has been looked at angrily

Declension

Declension of αγριοκοιταγμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγριοκοιταγμένος (agriokoitagménos) αγριοκοιταγμένη (agriokoitagméni) αγριοκοιταγμένο (agriokoitagméno) αγριοκοιταγμένοι (agriokoitagménoi) αγριοκοιταγμένες (agriokoitagménes) αγριοκοιταγμένα (agriokoitagména)
genitive αγριοκοιταγμένου (agriokoitagménou) αγριοκοιταγμένης (agriokoitagménis) αγριοκοιταγμένου (agriokoitagménou) αγριοκοιταγμένων (agriokoitagménon) αγριοκοιταγμένων (agriokoitagménon) αγριοκοιταγμένων (agriokoitagménon)
accusative αγριοκοιταγμένο (agriokoitagméno) αγριοκοιταγμένη (agriokoitagméni) αγριοκοιταγμένο (agriokoitagméno) αγριοκοιταγμένους (agriokoitagménous) αγριοκοιταγμένες (agriokoitagménes) αγριοκοιταγμένα (agriokoitagména)
vocative αγριοκοιταγμένε (agriokoitagméne) αγριοκοιταγμένη (agriokoitagméni) αγριοκοιταγμένο (agriokoitagméno) αγριοκοιταγμένοι (agriokoitagménoi) αγριοκοιταγμένες (agriokoitagménes) αγριοκοιταγμένα (agriokoitagména)