Perfect participle of αγριοκοιτάζομαι (agriokoitázomai) and αγριοκοιτιέμαι (agriokoitiémai), passive voices of αγριοκοιτάζω and αγριοκοιτάω / αγριοκοιτώ (agriokoitó, “look angily at”) respectively. Morphologically, from αγριο- (agrio-, “wild”) + κοιταγμένος (koitagménos, “looked at”, participle).
αγριοκοιταγμένος • (agriokoitagménos) m (feminine αγριοκοιταγμένη, neuter αγριοκοιταγμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αγριοκοιταγμένος (agriokoitagménos) | αγριοκοιταγμένη (agriokoitagméni) | αγριοκοιταγμένο (agriokoitagméno) | αγριοκοιταγμένοι (agriokoitagménoi) | αγριοκοιταγμένες (agriokoitagménes) | αγριοκοιταγμένα (agriokoitagména) | |
genitive | αγριοκοιταγμένου (agriokoitagménou) | αγριοκοιταγμένης (agriokoitagménis) | αγριοκοιταγμένου (agriokoitagménou) | αγριοκοιταγμένων (agriokoitagménon) | αγριοκοιταγμένων (agriokoitagménon) | αγριοκοιταγμένων (agriokoitagménon) | |
accusative | αγριοκοιταγμένο (agriokoitagméno) | αγριοκοιταγμένη (agriokoitagméni) | αγριοκοιταγμένο (agriokoitagméno) | αγριοκοιταγμένους (agriokoitagménous) | αγριοκοιταγμένες (agriokoitagménes) | αγριοκοιταγμένα (agriokoitagména) | |
vocative | αγριοκοιταγμένε (agriokoitagméne) | αγριοκοιταγμένη (agriokoitagméni) | αγριοκοιταγμένο (agriokoitagméno) | αγριοκοιταγμένοι (agriokoitagménoi) | αγριοκοιταγμένες (agriokoitagménes) | αγριοκοιταγμένα (agriokoitagména) |