αγροτοβιομηχανικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αγροτοβιομηχανικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αγροτοβιομηχανικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αγροτοβιομηχανικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αγροτοβιομηχανικός you have here. The definition of the word αγροτοβιομηχανικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαγροτοβιομηχανικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From αγροτικός (agrotikós, agricultural) +‎ βιομηχανικός (viomichanikós, industry).

Noun

αγροτοβιομηχανικός (agrotoviomichanikósm (plural αγροτοβιομηχανικοί)

  1. agroindustry, industrialised farming

Declension

Declension of αγροτοβιομηχανικός
singular plural
nominative αγροτοβιομηχανικός (agrotoviomichanikós) αγροτοβιομηχανικοί (agrotoviomichanikoí)
genitive αγροτοβιομηχανικού (agrotoviomichanikoú) αγροτοβιομηχανικών (agrotoviomichanikón)
accusative αγροτοβιομηχανικό (agrotoviomichanikó) αγροτοβιομηχανικούς (agrotoviomichanikoús)
vocative αγροτοβιομηχανικέ (agrotoviomichaniké) αγροτοβιομηχανικοί (agrotoviomichanikoí)

Adjective

αγροτοβιομηχανικός (agrotoviomichanikósm (feminine αγροτοβιομηχανική, neuter αγροτοβιομηχανικό)

  1. agroindustry, industrialised farming

Declension

Declension of αγροτοβιομηχανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγροτοβιομηχανικός (agrotoviomichanikós) αγροτοβιομηχανική (agrotoviomichanikí) αγροτοβιομηχανικό (agrotoviomichanikó) αγροτοβιομηχανικοί (agrotoviomichanikoí) αγροτοβιομηχανικές (agrotoviomichanikés) αγροτοβιομηχανικά (agrotoviomichaniká)
genitive αγροτοβιομηχανικού (agrotoviomichanikoú) αγροτοβιομηχανικής (agrotoviomichanikís) αγροτοβιομηχανικού (agrotoviomichanikoú) αγροτοβιομηχανικών (agrotoviomichanikón) αγροτοβιομηχανικών (agrotoviomichanikón) αγροτοβιομηχανικών (agrotoviomichanikón)
accusative αγροτοβιομηχανικό (agrotoviomichanikó) αγροτοβιομηχανική (agrotoviomichanikí) αγροτοβιομηχανικό (agrotoviomichanikó) αγροτοβιομηχανικούς (agrotoviomichanikoús) αγροτοβιομηχανικές (agrotoviomichanikés) αγροτοβιομηχανικά (agrotoviomichaniká)
vocative αγροτοβιομηχανικέ (agrotoviomichaniké) αγροτοβιομηχανική (agrotoviomichanikí) αγροτοβιομηχανικό (agrotoviomichanikó) αγροτοβιομηχανικοί (agrotoviomichanikoí) αγροτοβιομηχανικές (agrotoviomichanikés) αγροτοβιομηχανικά (agrotoviomichaniká)