αδάνειστος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αδάνειστος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αδάνειστος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αδάνειστος in singular and plural. Everything you need to know about the word αδάνειστος you have here. The definition of the word αδάνειστος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαδάνειστος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αδάνειστος (adáneistosm (feminine αδάνειστη, neuter αδάνειστο)

  1. not loanable, unborrowable
  2. unborrowable, unborrowed

Declension

Declension of αδάνειστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδάνειστος (adáneistos) αδάνειστη (adáneisti) αδάνειστο (adáneisto) αδάνειστοι (adáneistoi) αδάνειστες (adáneistes) αδάνειστα (adáneista)
genitive αδάνειστου (adáneistou) αδάνειστης (adáneistis) αδάνειστου (adáneistou) αδάνειστων (adáneiston) αδάνειστων (adáneiston) αδάνειστων (adáneiston)
accusative αδάνειστο (adáneisto) αδάνειστη (adáneisti) αδάνειστο (adáneisto) αδάνειστους (adáneistous) αδάνειστες (adáneistes) αδάνειστα (adáneista)
vocative αδάνειστε (adáneiste) αδάνειστη (adáneisti) αδάνειστο (adáneisto) αδάνειστοι (adáneistoi) αδάνειστες (adáneistes) αδάνειστα (adáneista)