αδάνειστος • (adáneistos) m (feminine αδάνειστη, neuter αδάνειστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδάνειστος (adáneistos) | αδάνειστη (adáneisti) | αδάνειστο (adáneisto) | αδάνειστοι (adáneistoi) | αδάνειστες (adáneistes) | αδάνειστα (adáneista) | |
genitive | αδάνειστου (adáneistou) | αδάνειστης (adáneistis) | αδάνειστου (adáneistou) | αδάνειστων (adáneiston) | αδάνειστων (adáneiston) | αδάνειστων (adáneiston) | |
accusative | αδάνειστο (adáneisto) | αδάνειστη (adáneisti) | αδάνειστο (adáneisto) | αδάνειστους (adáneistous) | αδάνειστες (adáneistes) | αδάνειστα (adáneista) | |
vocative | αδάνειστε (adáneiste) | αδάνειστη (adáneisti) | αδάνειστο (adáneisto) | αδάνειστοι (adáneistoi) | αδάνειστες (adáneistes) | αδάνειστα (adáneista) |