From α- (a-, “not”) + δασμολογώ (dasmologó, “to put a duty on”).
αδασμολόγητος • (adasmológitos) m (feminine αδασμολόγητη, neuter αδασμολόγητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδασμολόγητος • | αδασμολόγητη • | αδασμολόγητο • | αδασμολόγητοι • | αδασμολόγητες • | αδασμολόγητα • |
genitive | αδασμολόγητου • | αδασμολόγητης • | αδασμολόγητου • | αδασμολόγητων • | αδασμολόγητων • | αδασμολόγητων • |
accusative | αδασμολόγητο • | αδασμολόγητη • | αδασμολόγητο • | αδασμολόγητους • | αδασμολόγητες • | αδασμολόγητα • |
vocative | αδασμολόγητε • | αδασμολόγητη • | αδασμολόγητο • | αδασμολόγητοι • | αδασμολόγητες • | αδασμολόγητα • |