αδείπνητος • (adeípnitos) m (feminine αδείπνητη, neuter αδείπνητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδείπνητος (adeípnitos) | αδείπνητη (adeípniti) | αδείπνητο (adeípnito) | αδείπνητοι (adeípnitoi) | αδείπνητες (adeípnites) | αδείπνητα (adeípnita) | |
genitive | αδείπνητου (adeípnitou) | αδείπνητης (adeípnitis) | αδείπνητου (adeípnitou) | αδείπνητων (adeípniton) | αδείπνητων (adeípniton) | αδείπνητων (adeípniton) | |
accusative | αδείπνητο (adeípnito) | αδείπνητη (adeípniti) | αδείπνητο (adeípnito) | αδείπνητους (adeípnitous) | αδείπνητες (adeípnites) | αδείπνητα (adeípnita) | |
vocative | αδείπνητε (adeípnite) | αδείπνητη (adeípniti) | αδείπνητο (adeípnito) | αδείπνητοι (adeípnitoi) | αδείπνητες (adeípnites) | αδείπνητα (adeípnita) |