αδερφικός (aderfikós, “fraternal”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1893.
αδερφικότητα • (aderfikótita) f (plural αδερφικότητες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αδερφικότητα (aderfikótita) | αδερφικότητες (aderfikótites) |
genitive | αδερφικότητας (aderfikótitas) | αδερφικοτήτων (aderfikotíton) |
accusative | αδερφικότητα (aderfikótita) | αδερφικότητες (aderfikótites) |
vocative | αδερφικότητα (aderfikótita) | αδερφικότητες (aderfikótites) |