αδιάγνωστος • (adiágnostos) m (feminine αδιάγνωστη, neuter αδιάγνωστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδιάγνωστος (adiágnostos) | αδιάγνωστη (adiágnosti) | αδιάγνωστο (adiágnosto) | αδιάγνωστοι (adiágnostoi) | αδιάγνωστες (adiágnostes) | αδιάγνωστα (adiágnosta) | |
genitive | αδιάγνωστου (adiágnostou) | αδιάγνωστης (adiágnostis) | αδιάγνωστου (adiágnostou) | αδιάγνωστων (adiágnoston) | αδιάγνωστων (adiágnoston) | αδιάγνωστων (adiágnoston) | |
accusative | αδιάγνωστο (adiágnosto) | αδιάγνωστη (adiágnosti) | αδιάγνωστο (adiágnosto) | αδιάγνωστους (adiágnostous) | αδιάγνωστες (adiágnostes) | αδιάγνωστα (adiágnosta) | |
vocative | αδιάγνωστε (adiágnoste) | αδιάγνωστη (adiágnosti) | αδιάγνωστο (adiágnosto) | αδιάγνωστοι (adiágnostoi) | αδιάγνωστες (adiágnostes) | αδιάγνωστα (adiágnosta) |